Dictionary of Greek. 2013.
υπορραΐζω — και δ. γρφ. ὑποραΐζω Α αρχίζω να γίνομαι καλύτερα, καλυτερεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥαΐζω «αναπαύομαι, ησυχάζω»] … Dictionary of Greek